26 Απριλίου 2015

Αποπλάνηση στο βυθό... - του Γιάννη Γιατράκου

Ένα φανταστικό άρθρο απο τον Γιάννη Γιατράκο σχετικά με το μηκος του παραμαλλου και τις ιδιοτητες του. 



Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Το δίλημμα: Κοντό ή μακρύ παράμαλλο;
Μια πρόχειρη ματιά στο λεξικό στη λέξη δίλημμα, αποκαλύπτει μπροστά μας τη σημασία της παραπάνω λέξης. Δίλημμα, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, ο οποίος έχει να επιλέξει ανάμεσα από δύο ή περισσότερες επιλογές που όμως είναι αβέβαιες ή παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Ισχύει όμως αυτό στην περίπτωσή μας και ειδικότερα στο ψάρεμα ή όχι; Πριν βιαστείτε να απαντήσετε για το αν ισχύει ή το ένα ή το άλλο, σας πληροφορώ πως για πολλούς ψαράδες ισχύουν και τα δυο. Ισχύουν και η απόφαση ανάμεσα στην επιλογή του σωστού μήκους και ο βαθμός δυσκολίας σε σχέση πάντα με το μήκος. Εδώ φυσικά δεν συνυπολογίζεται ακόμα η συνολική ψαριά σε σχέση και πάλι με το σωστό μήκος και φυσικά σε αποδοτικότητα...
Μπερδεμένα πράγματα δηλαδή όλα τα παραπάνω θα μου πείτε και ακόμα πιο ασαφή ειδικότερα για κάποιους που είτε αρχίζουν τώρα την ενασχόλησή τους με την τεχνική του εγγλέζικου, είτε για κάποιους άλλους που ψαρεύουν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά δεν παύουν ακόμα να τους απασχολούν. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ξεδιαλύνουμε σιγά σιγά το τοπίο ξεκινώντας από τα βασικά. 

Ελαστικότητα
Η εγγλέζικη τεχνική, με ότι εξοπλισμό και να την ψαρεύουμε (σχέση μάνας –παράμαλλου και αντίστοιχες διαμέτρους) βασίζεται κυρίως στο αρμονικό "πάντρεμα" των στοιχείων που τον αποτελούν. Με δεδομένο λοιπόν πως θεωρείται αυτονόητη η αρμονικότητα των υλικών που συνθέτουν τον εξοπλισμό μας, ξεχνάμε πως πολύ μεγάλο ρόλο στα παραπάνω διαδραματίζει η ελαστικότητα αυτών. Ανάλογα πάντα με τις διαμέτρους των πετονιών σε σχέση πάντα και με το αντίστοιχο καλάμι, η ελαστικότητα του υλικού που έρχεται σε επαφή με το θήραμα είναι η πετονιά του παράμαλλου και ειδικότερα το fluorocarbon. Το fluorocarbon σαν υλικό, είναι αρκετά σκληρό (και βυθίζεται, άρα κάποια στιγμή ψαρεύει χαμηλά) σε σχέση πάντα με την πετονιά της μάνας η οποία κατά βάση είναι νάιλον, ασχέτως αν είναι βυθιζόμενη ή επιπλέουσα ή αν έχει κάποια ειδικά χαρακτηριστικά. Αυτό πρακτικά, σημαίνει πως ένα μικρό κομμάτι fluorocarbon παράμαλλου, θα τεντώσει πάρα πολύ γρήγορα σε καταστάσεις αυξημένης πίεσης με αποτέλεσμα να σπάσει το ίδιο γρήγορα στις συνθήκες αυτές.
Aploma001Αντίθετα, ένα μεγαλύτερο κομμάτι του ίδιου υλικού, θα δουλέψει πολύ πιο αρμονικά σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο εξοπλισμό και σχεδόν τις περισσότερες φορές θα μας επιτρέψει να πάρουμε το θήραμα στα χέρια μας. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, πως όσο πιο κοντά μας βρίσκεται το θήραμα, όσο δηλαδή μικραίνει η απόσταση μεταξύ ψαρά – ψαριού, τόσο περισσότερη ανάγκη έχουμε από την ελαστικότητα. Στο σημείο αυτό μόνο δυο λύσεις υπάρχουν και είναι οι εξής: ή ανοίγουμε τα φρένα και πιέζουμε με το δάχτυλο την μπομπίνα του μηχανισμού στο βαθμό που μπορούμε και απαιτείται (σταδιακά και πάντα ελεγχόμενα) ή βασιζόμαστε στο μεγάλο μήκος του παράμαλλου και κατά βάση στην ελαστικότητα αυτού, οπότε έχοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτό, δουλεύουμε το ψάρι ανάλογα, ακόμη και οριακά ως προς τον εξοπλισμό μας. Σε καμία περίπτωση φυσικά όμως, μέσα από όλα αυτά δεν ακυρώνουμε το καλάμι μας και ειδικότερα την παραβολή του, απλώς δεν γίνεται παραπάνω σχολιασμός καθώς θεωρούμε πως είναι αυτονόητο. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σχέση της ελαστικότητας σε ποσοστά, αρκεί να κάνουμε μερικούς απλούς υπολογισμούς. Αν υποθέσουμε πως έχουμε μια ελαστικότητα της τάξης του 10 – 15% σ’ ένα παράμαλλο μήκους 50 εκατοστών η ελαστικότητα είναι από 5 έως 7,5 εκατοστά. Σ’ ένα παράμαλλο μήκους 2 μέτρων, η ελαστικότητα μεγαλώνει δραματικά σε μεγέθη από 20 έως 30 εκατοστά και πάντα φυσικά σε οριακές καταστάσεις.



Ένα σημείο που θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή, είναι στην περίπτωση που έχουμε στη κατοχή μας καλάμι σκληρό σε δράση ή ακόμα και μέτριο και ήμαστε υποχρεωμένοι είτε λόγω συνθηκών είτε λόγω ότι θέλουμε να ψαρέψουμε με παράμαλλο πολύ μικρής διαμέτρου π.χ. 0,10 mm - 0,12 mm, να μεγαλώσουμε το μήκος του παράμαλλου για πάνω από δυο μέτρα. Προσωπική μου άποψη, είναι ότι σε παρόμοια περίπτωση, το μήκος του παράμαλλου θα πρέπει να είναι κοντά στα τέσσερα μέτρα, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράλογο (εξαρτάται πάντα από το συνολικό βάθος το μήκος αυτό και δεν είναι κανόνας, αλλά το επιθυμητό). Φυσικά, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε βολή (μια ματιά στο σχετικό video θα σας καθοδηγήσει), τον τρόπο με τον οποίο ψαρεύουμε και το μήκος του παράμαλλου δεν μας δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα είτε λόγω αέρα είτε λόγω άλλων συνθηκών. Σαφώς ένα κοντό παράμαλλο δεν μπερδεύεται εύκολα σε σχέση μ’ ένα κατά πολύ μακρύτερο, αλλά επειδή τα πάντα είναι θέμα τεχνικής κατά πρώτον και κατά δεύτερον θέμα συνήθειας, με λίγο παραπάνω προσπάθεια είναι σίγουρο πως το αποτέλεσμα θα μας ικανοποιήσει.

Παρουσίαση
Αρκετοί από εμάς, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, συχνά αμελούμε πως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην αποδοτικότητα της εγγλέζικης ή και της bolognese τεχνικής είναι η παρουσίαση. Σε συζητήσεις που κατά καιρούς συμμετέχω με αρκετούς φίλους, ο προβληματισμός για το πόσο γρήγορα θα "κατέβει" το δόλωμα στο βάθος που έχουμε επιλέξει να ψαρέψουμε, είναι κάτι παραπάνω από έντονος. Θεωρίες του τύπου "ερματίζω με λίγα και μεγάλα μολύβια για να ψαρέψω άμεσα" δεν ευσταθούν στην εγγλέζικη τεχνική. Δυστυχώς, όπως συνηθίζω να λέω, αν θέλετε να ψαρέψετε με βαριές αρματωσιές και πατωτά, ασχολείστε με λάθος τεχνική. Μπορείτε να ψαρέψετε με την τεχνική του casting ή του feeder, για να πατώνουν γρήγορα τα δολώματά σας και να χρησιμοποιείτε όσο μεγάλα μολύβια θέλετε. Η τεχνική του εγγλέζικου, απαιτεί λεπτά εργαλεία (συνήθως), παρουσίαση στα δολώματα, εξυπνάδα και ταχύτητα στις απαιτούμενες προσαρμογές, καλό και συνεχές μαλάγρωμα και διακριτικότητα. Εννοείται ότι οι κόμποι μας είναι στην κυριολεξία τέλειοι και ο εξοπλισμός μας βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση και άψογα συντηρημένος. Δυστυχώς, η πραγματικότητα θέλει κάθε φορά που διαπιστώνουμε κάποιο λάθος στον εξοπλισμό μας, όπως ένα γδαρμένο παράμαλλο που δεν αντικαταστάθηκε ή ένας λάθος δεμένος κόμπος, να μας κοστίζει με την απώλεια του θηράματος – τρόπαιου στην πιο ακατάλληλη ώρα.
Aploma002Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να κάνουμε μια σύντομη ανάλυση σχετικά με το θέμα της παρουσίασης στην εγγλέζικη – bolognese τεχνική και να ξεδιαλύνουμε όσο μπορούμε μέσα από τις επόμενες γραμμές τι ακριβώς εννοούμε όταν συζητάμε για παρουσίαση. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά και ας υποθέσουμε ότι έχουμε "στήσει" μια εγγλέζικη ή bolognese αρματωσιά ασχέτως αν πρόκειται για σταθερή, είτε είναι συρόμενη. Αν θεωρήσουμε τώρα το μαλάγρωμα με bigattini σαν δεδομένο, αυτό που συμβαίνει μέσα στο νερό τη στιγμή που τα σκουληκάκια πέφτουν στην επιφάνεια της θάλασσας, είναι να παρασύρονται από το ρεύμα, αν υπάρχει και ταυτόχρονα να βυθίζονται αργά προς το βυθό. Μια βαριά αρματωσιά με ακόμα χειρότερα αν συνοδεύεται από ένα πολύ κοντό παράμαλλο, παρουσιάζεται στα μάτια των υποψήφιων θηραμάτων μας πάρα πολύ περίεργη με αποτέλεσμα να μην τα προκαλεί να δοκιμάσουν κάτι "ξένο" με την ίδια ευκολία που όχι μόνο δοκιμάζουν, αλλά στην κυριολεξία αρπάζουν στον "αέρα" τα σκουληκάκια που βυθίζονται παρασυρμένα από το ρεύμα και μοιάζουν ιδιαίτερα ελκυστικά. Αυτό ακριβώς, το ελκυστικά, είναι και αυτό που κάνει τα ψάρια ανταγωνιστικά μεταξύ τους και κάμπτει τις οποιεσδήποτε αμφιβολίες που πιθανόν να έχουν τη συγκεκριμένη στιγμή και είναι κι αυτές που τα βοηθά μέσω του ενστίκτου που διαθέτουν, να επιβιώνουν μέσα στο χρόνο. Η παραπάνω αρματωσιά, "στέκεται" πολύ άκαμπτη μέσα στο νερό και δεν είναι καθόλου διακριτική. Αν τώρα, αλλάξουμε το στήσιμο της αρματωσιάς, απλώσουμε πολλά μικρότερα μολύβια στη μάνα σε μεγαλύτερο μήκος πετονιάς ή και ελάχιστα έως καθόλου (ανάλογα αν πρόκειται για σταθερή ή συρόμενη αρματωσιά) και προσθέσουμε ένα κομμάτι παράμαλλου τουλάχιστον δύο μέτρα, έχουμε ένα ασυναγώνιστο σύνολο που μας καλύπτει σχεδόν στις περισσότερες συνθήκες, ενώ ψαρεύει από τη στιγμή που θα πέσει στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το σημείο που θα φτάσει και θα "απλώσει" στο βάθος που έχουμε επιλέξει και απευθύνεται σχεδόν στα περισσότερα θηράματα που βρίσκονται στη ψαρεύτρα μας.



Αυτό τώρα όμως που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά στην δεύτερη περίπτωση, είναι η παρουσίαση του δολώματος. Το συγκεκριμένο, μοιάζει πάρα πολύ στον τρόπο και στην ταχύτητα με την οποία βυθίζονται τα σκουληκάκια που μαλαγρώνουμε τον τόπο και προκαλεί ευκολότερα τα ψάρια να το δοκιμάσουν. Σίγουρα θα πει κάποιος, όμως σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις που χρειαζόμαστε αμεσότητα όχι στο κάρφωμα αλλά στην ένδειξη της τσιμπιάς πρωτίστως, ένα κοντό παράμαλλο υπερτερεί. Κάποιες περιπτώσεις όπως η παρουσία ρεύματος ή το bolognese σε λιμάνια με κέφαλους, απαιτούν ή καλύτερα μας βολεύει το κοντό παράμαλλο. Η αλήθεια είναι ότι το κοντό παράμαλλο σίγουρα προσφέρει την αμεσότητα στην ένδειξη, αλλά την ίδια στιγμή χάνουμε και σε ελαστικότητα και σε παρουσίαση. Ο λόγος φυσικά, ειδικά στην περίπτωση των κέφαλων στα λιμάνια, είναι ότι με το λάθος στήσιμο και το κοντό παράμαλλο, αποκλείουμε όλα τα υπόλοιπα ψάρια που πιθανόν να βρίσκονται στον τόπο και δεν τα δελεάζει η αρματωσιά μας για να τσιμπήσουν το δόλωμα. Η λύση λοιπόν, βρίσκεται στο να τοποθετήσουμε το μακρύ παράμαλλο στην αρματωσιά μας, αλλά την ίδια στιγμή να το μολυβώσουμε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και την παρουσίαση να έχουμε αλλά και την ελαστικότητα να μη χάσουμε. Για να γίνει αυτό, διπλώνουμε το παράμαλλο στη μέση χωρίς να το τσακίσουμε και έχοντας τοποθετήσει από πριν το αγκίστρι μας σε κάποιο κρίκο ή φερμουάρ του σάκου μας που είναι βαρύς και δεν μετακινείται, να τεντώσουμε το παράμαλλο τόσο όσο χρειάζεται για να τοποθετήσουμε πάνω του τα μολύβια. Συνήθως, μολύβια σε δυάδες ή τριάδες της τάξης του 0,040 έως 0,070 gr είναι αρκετά για να μας δώσουν το αποτέλεσμα που θέλουμε, ανάλογα του πόσο βαρύ το θέλουμε. Επαναλαμβάνουμε την τοποθέτηση στα άλλα δυο μισά που έχουν δημιουργηθεί (από το αγκίστρι μέχρι τα μολύβια που βάλαμε και από τα μολύβια προς τα πάνω μέχρι την ένωση του παράμαλλου με τη μάνα) και είμαστε έτοιμοι.
 

Τοποθετούμε τα μολύβια με τεντωμένο παράμαλλο για το λόγο του ότι αυτά, δεν μετακινούνται όταν θα πιέζουμε ένα θήραμα με το καλάμι μας, παρά με πολλή μεγάλη δυσκολία και μόνο από εμάς. Αν δεν τα τοποθετήσουμε με τον τρόπο αυτό, πολύ σύντομα τα μολύβια μας θα φτάσουν πάνω στο αγκίστρι και φυσικά δεν θα μιλάμε πλέον για παρουσίαση αλλά για κάτι άλλο. Την ίδια ακριβώς τοποθέτηση, μπορούμε να κάνουμε και στην περίπτωση ρεύματος ή όταν θέλουμε το αγκίστρι μας να περνάει πιο κοντά στο βυθό π.χ., όταν ψαρεύουμε τσιπούρες οι οποίες θέλουν το δόλωμα πιο σταθερό και σχετικά χαμηλά στο βυθό. Στην περίπτωση που το μήκος του παράμαλλου ξεπερνά τα δυο μέτρα, τότε το ενδιάμεσο μολύβωμα θα πρέπει να γίνει σε περισσότερα σημεία και είναι καθαρά προσωπική αίσθηση και εκτίμηση, όσον αφορά το πόσα μολύβια και σε ποιο σημείο. Σε γενικές γραμμές πάντως, μια σχετικά καλή απόσταση μεταξύ των μολυβιών, είναι τα 50 με 70 εκατοστά, έτσι ώστε να διατηρούμε την αμεσότητα που χρειαζόμαστε χωρίς να υστερούμε στα υπόλοιπα. Επειδή λοιπόν μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα κατά βάση, την επόμενη φορά που θα πάμε για ψάρεμα, ας αναρωτηθούμε τελικά τι είναι αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ, να πηγαίνει η αρματωσιά μας γρήγορα στο επιθυμητό βάθος ή να πιάνουμε ψάρια; 

Καταλήγοντας, αν όλα τα παραπάνω γίνουν σωστά, τότε τα bigattini που ψαρεύουμε θα είναι πραγματικά μια αποπλάνηση στο βυθό…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου